HANDS UP

Συχνές Ερωτήσεις
Η νοηματική γλώσσα και οι έννοιες γύρω από την προσβασιμότητα, δεν είναι γνωστές σε όλους.
Γι’ αυτό απαντάμε απλά σε βασικά ερωτήματα!

Η νοηματική γλώσσα είναι η φυσική γλώσσα της κοινότητας των κωφών/βαρηκόων.

Αποτελεί πλήρη γλώσσα η οποία χρησιμοποιείται στην καθημερινή επικοινωνία και περιλαμβάνει φωνολογικό, μορφολογικό, συντακτικό, σημασιολογικό και πραγματολογικό επίπεδο (Rönnberg, Soderfeldt, & Risberg, 2000. Corina & Sandler, 1991). Εκφέρεται μέσω των δύο χεριών τα οποία ενδέχεται να εκτελούν κινήσεις παράλληλα ή το ένα να λειτουργεί ως βάση για το άλλο – το κυρίαρχο χέρι. Την κίνηση των χεριών συνοδεύουν και τα μη χειρονομικά στοιχεία της γλώσσας, όπως η έκφραση του προσώπου, οι κινήσεις των ματιών, η στάση του σώματος, το σχήμα των χειλιών και η κίνηση του κεφαλιού και των ώμων. Ακόμα, κεφαλαιώδους σημασίας για τη γραμματική και τη σύνταξη της γλώσσας αποτελεί ο χώρος νοηματισμού – πρόκειται για τον τρισδιάστατο χώρο μπροστά από το πρόσωπο το οποίο νοηματίζει και εκτείνεται από τη μέση μέχρι την κορυφή του κεφαλιού του (Emmorey, Mehta, & Grabowski, 2007).

Στη χώρα μας, η Ελληνική Νοηματική Γλώσσα (Ε.Ν.Γ.) αποτελεί τη φυσική γλώσσα των Ελλήνων κωφών/βαρηκόων.

Είναι αναγνωρισμένη ως η πρώτη γλώσσα των κωφών/βαρήκοων μαθητών στην εκπαίδευση (Ν.2817/2000) ενώ η γνώση της θεωρείται απαραίτητο προσόν για όσους επιθυμούν να εργαστούν στα σχολεία κωφών/βαρήκοων (Ν.3699/2008). Η κυριότερη εξέλιξη, ωστόσο, σε θεσμικό επίπεδο, αφορά την αναγνώρισή της από τη Βουλή των Ελλήνων ως ισότιμης της ελληνικής ομιλούμενης γλώσσας, βάσει του Ν.4488/2017.

Η νοηματική γλώσσα δεν αποτελεί μεταφορά της ελληνικής –γραπτής ή ομιλούμενης– με νοήματα.

Αν και ομιλούμενη και νοηματική κάθε χώρας έχουν κοινά χαρακτηριστικά και μεταφέρουν τις ίδιες πληροφορίες, τα εκφραστικά τους μέσα διαφοροποιούνται σημαντικά Η ιδιαιτερότητα της νοηματικής έγκειται στο γεγονός ότι αποτελεί οπτικό-κινητική γλώσσα. Για την παραγωγή της ομιλούμενης γλώσσας απαιτούνται διαδοχικές κινήσεις της γλώσσας, την χειλιών, του ουρανίσκου και των φωνητικών χορδών ενώ για την παραγωγή της νοηματικής γλώσσας χρησιμοποιούνται οι κινήσεις των χεριών, του κορμού και του προσώπου καθώς και οπτικοποιημένα νοήματα, ο χώρος και η κίνηση με τρόπο που δε συνηθίζεται στη γλώσσα της πλειοψηφίας (MacSweeney, Capek, Campbell, & Woll, 2008).

Οι κωφοί/βαρήκοοι επιλέγουν να εκφραστούν μέσω της νοηματικής γλώσσας στην καθημερινή τους ζωή. Οι γραπτές σημειώσεις δεν αποτελούν συνήθη επιλογή στη δια ζώσης επικοινωνία καθώς απαιτούν χρόνο. Επιπλέον, οι κωφοί/βαρήκοοι όταν γράφουν ακολουθούν τη σύνταξη της νοηματικής γλώσσας -η οποία διαφοροποιείται σημαντικά από τη γραπτή ελληνική, καθιστώντας πολύ δύσκολη την κατανόηση των σημειώσεών τους από τους ακούοντες που δεν είναι εξοικειωμένοι με την κώφωση.

Αναφορικά με την εξ αποστάσεως επικοινωνία, τα γραπτά μηνύματα αποτελούν συνήθη πρακτική για τους κωφούς/βαρήκοους, η οποία ωστόσο τείνει να αντικαθίσταται από τις βιντεοκλήσεις. Η τάση αυτή ερμηνεύεται βάσει του γεγονότος ότι προτιμούν να επικοινωνούν μέσω της νοηματικής γλώσσας, καθώς αποτελεί τον πιο οικείο και άμεσο τρόπο επικοινωνίας.

Η νοηματική γλώσσα δεν είναι διεθνής.

Σε κάθε χώρα αναπτύσσεται η εθνική νοηματική γλώσσα, σε αντιστοιχία με την ομιλούμενη, η οποία συνδέεται με την κουλτούρα και τα ήθη της κάθε χώρας. Περνά από τη μία γενιά κωφών στην επόμενη, εμπλουτίζεται με νέα νοήματα και μέσω αυτής μπορούν να εκφραστούν οι άπειρες έννοιες οι οποίες μπορούν να εκφραστούν μέσω μίας ομιλούμενης γλώσσας (Bellugi & Klima, 2001).

Ωστόσο, υπάρχει και ο διεθνής κώδικας (International Sign), ο οποίος χρησιμοποιείται ευρέως σε συνέδρια με διεθνή συμμετοχή και διάφορες πολιτιστικές εκδηλώσεις. Πρόκειται για ένα σύστημα επικοινωνίας το οποίο χρησιμοποιείται από διερμηνείς και κωφούς σε δράσεις της διεθνούς κοινότητας (Rosenstock, 2008).

Διερμηνείς νοηματικών γλωσσών υπάρχουν από τότε που υπάρχει και η κοινότητα των κωφών/βαρηκόων. Ωστόσο, στην Ελλάδα, παρουσιάζονται σε επαγγελματικό επίπεδο και οργανώνονται σε σωματεία από το 1960 και μετά. Έχοντας λάβει την κατάλληλη εκπαίδευση δύνανται να καταστήσουν εφικτή την επικοινωνία μεταξύ κωφών/βαρηκόων και ακουόντων. Είναι επιφορτισμένοι με τη μεταφορά πληροφοριών από τη νοηματική στην ομιλούμενη γλώσσα αλλά και το αντίθετο. Βασική προϋπόθεση για την άσκηση του επαγγέλματος είναι η άριστη γνώση της νοηματικής γλώσσας της εκάστοτε χώρας και μίας τουλάχιστον εκ των επισήμων ομιλούμενων γλωσσών της ίδιας χώρας.

Οι διερμηνείς νοηματικής γλώσσας εργάζονται σε φορείς-σωματεία κωφών, σε ειδικά σχολεία, σε κέντρα ειδικής επαγγελματικής κατάρτισης, σε επιχειρήσεις διοργάνωσης συνεδρίων, σε ιδιωτικές επιχειρήσεις, σε τηλεοπτικούς σταθμούς, σε θεατρικές παραστάσεις, σε νοσοκομεία, στην αστυνομία, σε δικαστήρια, σε αεροδρόμια, στη Βουλή, σε Κ.Ε.Δ.Δ.Υ., καθώς και σε όποιο πλαίσιο απαιτείται ώστε να εξυπηρετηθούν οι ανάγκες επικοινωνίας κωφών/βαρηκόων.

Η νοηματική γλώσσα διδάσκεται σε τέσσερις κύκλους φοίτησης.

Κάθε κύκλος διαρκεί οκτώ μήνες – όσο κι ένα ακαδημαϊκό έτος. Ωστόσο, διατίθενται και τμήματα εντατικών μαθημάτων στα οποία κάποιος μπορεί να τελειώσει τον κάθε κύκλο σε τέσσερις μήνες. Σε κάθε κύκλο, ο σπουδαστής ή η σπουδάστρια παίρνει βεβαίωση ολοκλήρωσης κύκλου φοίτησης. Ολοκληρώνοντας και τους τέσσερις κύκλους, είναι σε θέση να συμμετέχει σε εξετάσεις και να λάβει το αναγνωρισμένο πτυχίο της «επάρκειας». Αφού επιτύχει κάποιος στις εξετάσεις επάρκειας, έχει τη δυνατότητα να εκπαιδευτεί σε διετές πρόγραμμα φοίτησης για να γίνει διερμηνέας ελληνικής νοηματική γλώσσας.

Χειλεανάγνωση είναι η (ικανότητα) κατανόηση(ς) των λέξεων που αρθρώνει κάποιος όταν δεν ακούγεται η φωνή του ή όταν δεν μπορεί να ακούσει ο ακροατής (Μπαμπινιώτης, 2005).

Πρόκειται για μία μέθοδο επικοινωνίας η οποία επιλέγεται από μεγάλη μερίδα κωφών/βαρηκόων. Για την εξυπηρέτηση των αναγκών επικοινωνίας και την ισότιμη πρόσβαση αυτής της πληθυσμιακής ομάδας χρησιμοποιούνται οι διερμηνείς χειλεανάγνωσης. Σύμφωνα με την ALS – Assosiation of Lipspeakers (http://lipspeaking.co.uk/) ο διερμηνέας χειλεανάγνωσης είναι ακούων επαγγελματίας που έχει εκπαιδευθεί κατάλληλα ώστε να μεταφέρει το μήνυμα του ομιλητή χωρίς να χρησιμοποιεί φωνή.

Ο όρος κώφωση ή κωφότητα χρησιμοποιείται για να περιγράψει την άμβλυνση ή κυριότερα την πλήρη απώλεια της λειτουργίας της ακοής, λ.χ. κατόπιν βλάβης στον έξω ακουστικό πόρο, στο τύμπανο, στην κοιλότητα του τυμπάνου και στα ακουστικά οστάρια (Μπαμπινιώτης, 2005). Ο όρος «κωφαλαλία» αποτελεί σύνθεση των όρων «κωφός» και «αλαλία» (ο όρος «κωφάλαλος» αποτελεί μεταφραστικό δάνειο από το γαλλικό όρο «sourd-muet»). Χρησιμοποιείται δηλαδή για να περιγράψει την ακουστική απώλεια σε συνδυασμό με την ανικανότητα παραγωγής λόγου/λαλιάς.

Δόκιμος είναι ο όρος «κώφωση», καθώς οι πληθυσμοί των κωφών δύνανται να παράγουν λόγο. Σε κάποιες περιπτώσεις ο τρόπος ομιλίας τους μπορεί να είναι ακατάληπτος από ανθρώπους που δεν είναι εξοικειωμένοι με τα σχετικά ακούσματα. Καθώς οι κωφοί δεν έχουν ποτέ λάβει ηχητικά ερεθίσματα, η εκφορά πολλών γλωσσικών φθόγγων και η ορθή άρθρωση αποτελεί εγχείρημα μεγάλης δυσκολίας.

Μετάβαση στο περιεχόμενο